όραση

όραση
[-ις (-εως)] η зрение;
τό αισθητήριο[ν] της οράσεως орган зрения, глаз;

ασθενής ( — или ασθενική, αδύνατη) όρασ — слабое зрение;

τό πεδίο της όρασης — поле зрения;

αυτό έχει εκφύγει τελείως απ' το πεδίο της όράσης του это совершенно выпало у него из поля зрения, он совершенно забыл об этом;

χάνω την όραση — терять зрение, лишаться зрения;

επανακτώ την όραση — прозревать;

ανάκτηση της όρασης — прозрение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "όραση" в других словарях:

  • όραση — η η αίσθηση, η αντίληψη του φωτός και των εξωτερικών αντικειμένων με τα μάτια: Ασθενής όραση. – Αισθητήριο της όρασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όραση — Η αίσθηση της αντίληψης του φωτός. Το σύστημα υποδοχής του ερεθίσματος (φως) εδρεύει στο μάτι, για την ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή. Το μάτι στο σύνολό του συμπεριφέρεται σαν σκοτεινός θάλαμος φωτογραφικής μηχανής, σχηματίζοντας την εικόνα επάνω …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • οξυωπής — ὀξυωπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.) 2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα με… …   Dictionary of Greek

  • παρόρασις — άσεως, ἡ ΜΑ [παρορώ] απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια αρχ. κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ. β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» προβλήματα στην όραση… …   Dictionary of Greek

  • προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… …   Dictionary of Greek

  • αμβλωπός — ἀμβλωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατη όραση 2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση 3. μτφ. θολός, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὤψ «μάτι»] …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»